Αφηγήσεις για τον Θεόφιλο

 Θεόφιλος Χατζημιχαήλ:  Ένα παραμύθι για μικρούς και μεγάλους.
 
Θα μου επιτρέψετε να γίνω για λίγο μια μικρή «παραμυθού». Θα σας διηγηθώ το «παραμύθι» ενός ζωγράφου που με τα χρώματα της παλέτας του και της αγνής ψυχής του αποτύπωσε σε πανιά και σε τοίχους τις όψεις μιας ζωής περασμένης που γι’άλλους είναι τέχνη και γι’άλλους είναι μια σταγόνα της ελληνικής λαϊκής θυμοσοφίας. 
Μια φορά κι έναν καιρό καθώς λένε ένας φούρναρης παράγγειλε σ’ένα φτωχό ζωγράφο να τονε ζωγραφίσει την ώρα που φούρνιζε ψωμιά. Ο ζωγράφος άρχισε να δουλεύει, κι όταν καταπιάστηκε να εικονίσει το φουρνιστήρ, αντί να το φτιάξει οριζόντιο, σύμφωνα με την προοπτική, το έφτιαξε κάθετο δείχνοντας όλο του το πλάτος. Έπειτα με τον ίδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στο φουρνιστήρι κι ένα καρβέλι.Πέρασε ένας έξυπνος άνθρωπος και του είπε: «Το ψωμί έτσι που το βάλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου∙ μόνο τ’αληθινά ψωμιά πέφτουν.Τα ζωγραφισμένα στέκουνται∙ όλα πρέπει να φαίνονται στη ζωγραφιά!»
 
Το παραμύθι αυτό μου θυμίζει ένα μεγάλο τεχνίτη , που κι εκείνος έλεγε πως  «όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!», ο οποίος τοποθέτησε το νοσοκομείο του Δόν Χουάν Ταβέρα και τo τοποθέτησε σ᾿ ένα χάρτη. Ο μεγάλος τεχνίτης το ξέρετε, είναι ο μεγάλος Κρητικός ζωγράφος της Αναγέννησης Δομήνικος Θεοτοκόπουλος και ο ζωγράφος του παραμυθιού είναι ο Μυτιληνιός  Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ,  «λλοτε πλαρχηγς κα θυροφύλαξ ν Σμύρν».

Ο λαϊκος ζωγράφος που ζωγράφιζε «τα ψωμιά που δεν πέφτουν» γεννήθηκε στο Χωριό Βαρειά της Λέσβου το 1867. Ο πατέρας του Γαβριήλ Κεφάλας ήταν τσαγκάρης.  Η μητέρα του Πηνελόπη Ζωγράφου καταγόταν από οικογένεια ζωγράφων. Ο παππούς του από την πλευρά της μητέρας του ήταν γνωστός αγιογράφος στη Μυτιλήνη. Είχε άλλα εφτά αδέλφια. Το πατρικό σπίτι του ζωγράφου ήταν ένα μικρό απέριττο κτίσμα με αυλή χωρίς κήπο. Στο υπόγειο αυτού του σπιτιού ο Θεόφιλος ζωγράφισε τα πρώτα του έργα.

Ο Θεόφιλος φοίτησε σε σχολείο και έμαθε λιγοστά γράμματα. Στο σχολείο ήρθε σε επαφή με την αρχαία Ελλάδα αλλά και με τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης.  Προσπάθησε να μάθει διαβάζοντας και ακούγοντας.
 ΄Ηρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τον κόσμο της ζωγραφικής στο εργαστήριο του παππού του, όταν εκείνος ζωγράφιζε.  Ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί ο γιος του Κυρ-Γιώργη Ζωγράφου,  η αριστειροχειρία και ο τραυλισμός του τον καθιστούσαν διαφορετικό και αντικείμενο σκωπτικών πειραγμάτων από τους συνομιλήκους του. Κατέφευγε στη μοναξιά, κλειδωνόταν στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού και ζωγράφιζε τραγουδώντας κλέφτικα τραγούδια. Ο Θεόφιλος εξωτερικεύει τα συναισθήματα του μέσω της ζωγραφικής. Δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, στον οποίο ήταν παντοδύναμος.    Η ενδυμασία του τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της ηλικίας του: «. . . Φορούσε φουστανέλα, μια κάπα χειμώνα – καλοκαίρι και τουζλούκια. Κρέμαγε ένα ντορβά στον ώμο. Μες τον ντορβά είχε μπηγμένο ένα ξύλο απάνω στο οποίο ήταν καρφωμένη μια Βυζαντινή σημαία. Ένας αετός μαύρος σε κίτρινο βάθος ..».
Όταν ο Θεόφιλος έγινε δεκαπέντε χρονών κατάλαβε  ότι το νησί του δεν τον χωρούσε. Αποφάσισε να κυνηγήσει το όνειρο του και έφυγε για τη Σμύρνη.
 
Η ζωή στη Σμύρνη...
 
Στη Σμύρνη, έσμιγε η Ανατολή με τη Δύση. Ο πολιτισμός της Μ. Ασίας συναντούσε την Ευρώπη, σε μια γωνία του κόσμου που ανθούσε ο ελληνισμός.

Ο  Θεόφιλος  ντυμένος  πάντα  με  φουστανέλα,έζησε για λίγο καιρό στη Σμύρνη. Είχε αυτοδιοριστεί «θυροφύλαξ» του Ελληνικού Προξενείου, έτσι  πίστευε, πως  φυλάει  τη  θύρα  των  παραδόσεων  του  ελληνισμού,  για  τις  οποίες  πολεμάει με  τα  χρώματα  του, ενώ  την  ίδια  στιγμή  αντλεί  το  «σώμα»  των  θεαμάτων  που  αφηγείται μέσα  από  μια  ζωντανή  και  διαδραστική  τέχνη  που  αναπτύσσει  τους  μύθους  αυτών  των  θεμάτων,  την  ιστορία  και  την  καθημερινή  ζωή.
Στη  Σμύρνη  ο  Θεόφιλος  έμεινε  ως   το 1897. Από τη Σμύρνη αναγκάζεται να φύγει, μετά από ένα επεισόδιο με κάποιους Τούρκους, για την Ελλάδα και συγκεκριμένα για την Αθήνα. Ο  ελληνοτουρκικός   πόλεμος  (1897) του δίνει  την  ευκαιρία  να  υπηρετήσει  την  πατρίδα  του.  Αργότερα  φεύγει από τη Σμύρνη και πηγαίνει στην Αθήνα. Επιθυμεί να καταταγεί εθελοντής και να λάβει μέρος στον πόλεμο του 1897 .Σε ένα από τα τέσσερα χειρόγραφα που έχει αφήσει γράφει:
« . . .  Τέλος φθάσαμε στην Αθήνα και εγώ περπάταγα μοναχός στο δρόμο και κράταγα τη σημαία μου και τραγουδούσα πολεμικά τραγούδια στο δρόμο που πάει από τον Πειραιά στην Αθήνα. Μπροστά στην παράγκα του φόρου απάντησα ένα κάρο που τράβαγε για την Αθήνα. Ανέβηκα σ’ αυτό κρατώντας πάντα τη σημαία μου και φωνάζοντας “ζήτω” μ’ όλη μου τη δύναμη. Επειδή δεν μας κατέταξαν στην Αθήνα επήγα στο Βόλο και εκεί με πήρανε εθελοντή. Βρέθηκα στις μάχες του Βελεστίνου και του Δομοκού μαζί με άλλους αντάρτες . . .» 
 
Θεόφιλος στο Πήλιο...
 
Τοιχογραφία του Γιάννη Κοντού
 Ο Θεόφιλος φτάνει στο Πήλιο το 1899. Από τότε και για πολλά χρόνια αργότερα  περιπλανιέται στα πηλιορείτικα χωριά ως έμπειρος πλέον ζωγράφος και ζει από τη ζωγραφική του . Η πόλη του Βόλου αναπτύσσεται την εποχή αυτή καθώς οι κάτοικοι του Πηλίου μεταφέρουν τις εμπορικές και παραγωγικές τους δραστηριότητες στη νέα πόλη.
Στο Πήλιο ο Θέοφιλος ζούσε φτωχικά ζωγράφιζε για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Όταν  τέλειωνε  τα  έργα  του  έπαιρνε  στο  χέρι  και  μερικά  κέρματα  που  μόλις  ξεπερνούσαν  την  αξία  των  υλικών  που  χρησιμοποιούσε .Καταλάβαινε  την  ευτέλεια  της  αμοιβής και  συχνά  έλεγε  πως  δεν  πουλάει  τα  έργα  του  αλλά  τα  χαρίζει.  Ζούσε  σε  αφάνταστη  μιζέρια.  Το πενιχρό του εισόδημα τον ανάγκαζε πολλές φορές να καταγίνεται και με άλλες ασχολίες, όπως το κόψιμο των ξύλων, το κουβάλημα του νερού και άλλα.
Οι ζωγραφιές του Θεόφιλου στο  Πήλιο   στολίζουν τις αίθουσες υποδοχής, τα μαγαζιά, τα σπίτια. Ένας Ανακασιώτης άρχοντας της εποχής, Ο Γιάννης Κοντός φιλοξενεί το φτωχό ζωγράφο. Ως αντάλλαγμα ο Θεόφιλος φιλοτέχνησε το αρχοντικό του, το οποίο σήμερα θεωρείται το σπουδαιότερο μνημείο της τέχνης του Θεόφιλου.
Η οικία του Γιάννη Κοντού στην Ανακασιά (Βόλος)
Η επιστροφή στη Μυτιλήνη 
 
  Ο Θεόφιλος αναχωρεί οριστικά από το Βόλο στα 1926. Την αναχώρησή του   περιέγραψε  ο αγωγιάτης που τον μετέφερε στο λιμάνι : « . . . Ένα πρωί ήρθε ο Θεόφιλος και με λέει να του πάω τα πράγματα του στο Βόλο. Γιατί ρε Θεόφιλε ? “ Θέλω να φύγω”, λέει . “ Θα πάω στην πατρίδα”.  “ Αποφάσισα για την πατρίδα”. Δεν ήθελα να πάω. Θα χασομερούσα. Μου λέει η μακαρίτισσα η μάνα μου :
« Άντε μωρέ κάντου ένα καλό του καημένου. Σύρτον. Που λες τον φόρτωσε τα πράγματα απ’ την πλατεία δύο μπαούλα, τι είχαν μέσα – Θεός ξέρει.   Ξεκινήσαμε κατά τις 2 η ώρα το μεσημεράκι να κάνουμε ίσα κάτου. Το σελάχι του το είχε γεμάτο : μια κουμπούρα απ’ εδώ, μια κουμπούρα απ’ εκεί. Μόλις φτάνουμε εκεί στις , παράγκες που’ ταν οι πρόσφυγες, κολλά η μαρίδα από κοντά, πλήθος. Και “βίρα” να τον φωνάζουνε και να τον πειράζουνε. Φτάσαμε λοιπόν στην παραλία, ήρθε και μια βάρκα από μέσα, μας βοήθησε – Θυμάμαι και το πλοίο, ένα πλοίο, το “ Αρκαδία” ήτανε, είχε ένα μακρύ φουγάρο – Βάζω λοιπόν στη Βάρκα τα μπαούλα.  Μπαίνει και ο Θεόφιλος μέσα όρθιος. Όχι να καθήσει, όρθιος. Μόλις ανοίγει καμιά πενηνταριά μέτρα, βγάζει την κουμπούρα και … μια μπούβ απ’ εδώ, μια μπούβ απ’ εκεί. Όξω ζητωκραυγές απ’ τη μαρίδα .Ναι κι έφυγε . . .»
Ο ζωγράφος επιστρέφει στην πατρίδα του το 1927. Εργάζεται στα χωριά γύρω από τη Μυτιλήνη. Τα 8 χρόνια που έζησε ο Θεόφιλος στο νησί του ήταν μια περίοδος έντονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. 
 

Η συνάντηση του Θεόφιλου με τον Τeriade το 1929 στη Μυτιλήνη θα σημάνει την πιο ολοκληρωμένη ζωγραφικά περίοδο του καλλιτέχνη. Γιατί είναι πρώτη φορά που νιώθει αναγνώριση, επιπλέον ο Τeriade θα του δώσει τα μέσα για να ζει και τα υλικά για να ζωγραφίζει.     
Στις 25 Μαρτίου 1934 ο Θεόφιλος πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση σε ηλικία 64  ετών.               
Ο Θεόφιλος ανήκει στην παράταξη των τρελών των σοφών και των τρελών, παρέα με τον Σολωμό, τον παγωμένο θερμότατο Κάλβο, τον Παπαδιαμάντη, τον αναρχικό και άκρως πειθαρχημένο Καβάφη, τον τρελό Χαλεπά και όλους αυτούς τους φυσικά επαναστατημένους Ελληνες, μα εξίσου φυσικά συντηρητικούς, τους Έλληνες των οποίων η ευλογημένη μεγαλομανία έσπασε τα κλουβιά του διδασκαλισμού, όπως αναφέρει ο μεγάλος Γιάννης Τσαρούχης στα 1967 .
Στ ζωγραφική, κάποτε φανερώνεται ένας νούς, όπως ο Θεοτοκόπουλος, που μπορεί να υποστηρίξει την τέχνη του μπροστ στο μεγάλο ιεροεξεταστή, και κάποτε ένας Θεόφιλος, ο αλλόκοτος φουστανελας, που γυρίζει στα χωρι του Πηλίου και της Μυτιλήνης, με τα πινέλα στο σελάχι του, και οι γυναίκες τόνε φωνάζουν τρελ κα «αχμάκη».      

Επιμέλεια κειμένου: Καλλιόπη Σβεντζούρη,  Πτυχιούχος Ιστορίας –Αρχαιολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου